- πάρηβος
- -η, -ο / πάρηβος, -ον, ΝΑ1. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ήβης, τής νιότης και άρχισε να γερνά2. αυτός που πέρασε τον καιρό τής ακμής του και άρχισε να παρακμάζειαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ πάρηβον(στους Ινδούς) το φυτό συκή η ιερά, για το οποίο πίστευαν ότι είχε μαγνητικές ιδιότητες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ηβος (< ἥβη), πρβλ. έφ-ηβος].
Dictionary of Greek. 2013.